Φίλεμα στο μαγευτικό Aleró Seaside Resort της Σκύρου
Υπάρχουν ξενοδοχεία. Αμέτρτητα ξενοδοχεία. Μεγάλα, μεσαία, μικρά, μαζικά, με βραχιολάκι, οικογενειακά, μπουτίκ, ρουστίκ, μίνιμαλ, μάξιμαλ, λιτά, πολυτελή - τελοσπάντων, για όλα τα γούστα.
Και υπάρχουν και μικροί παράδεισοι. Αυτά τα λίγα, μαγικά σημεία, σε μερικές κρυμμένες γωνιές του πλανήτη, τα οποία δεν πιστεύεις ότι υπάρχουν στη σφαίρα της πραγματικότητας, νομίζεις ότι τα έχει δημουργήσει κάποιο AI ή απλώς κάποιος τα έχει φωτοσοπάρει μέχρι τελικής πτώσεως για να δείχνουν ινσταγκραμικά. Και πας από κοντά. Και τσιμπιέσαι. Και λες, βλέπω καλά; Και μετά: Οκ, αφήστε με εδώ για πάντα.
Το Aleró είναι αυτό.
Όλα ξεκίνησαν με μια πρόσκληση σε ένα event με τίτλο Φίλεμα, που το Aleró σχεδίασε ως ένα curated κάλεσμα σε επιλεγμένους ανθρώπους-κλειδιά, για να τους παρουσιάσει το εστιατόριο του χώρου, την Amérissa, της οποίας executive chef είναι ο μοναδικός Άγγελος Λάντος. Δεν χρειάστηκαν πάνω από μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου για να πειστούμε για την αποδοχή της πρόσκλησης. Οι πληροφορίες “Σκύρος”, “Λάντος”, καθώς και η καθ’ όλα καλαίσθητη ινσταγκραμική παρουσία του Aleró ήταν τα απόλυτα διαπιστευτήρια. Κάναμε βαλίτσες με αιγαιοπελαγίτικα looks, κλείσαμε τα εισιτήριά μας και βουρ για Σκύρο.
Ό,τι και να πει ή γράψει κανείς για την εμπειρία που ζήσαμε θα είναι λίγο. Είναι από αυτά που “θα έπρεπε να είσαι εκεί”. Σας τη σπάω, το ξέρω, αλλά θα προσπαθήσω να κάνω ό,τι μπορώ για να μεταδώσω την ατμόσφαιρα, την αισθητική και κυρίως τη ζεστασιά και τη φιλοξενία που εισπράξαμε από τις ιδιοκτήτριες του Aleró, την Ηρώ και την Αλεξάνδρα Γκριμπίζη, αλλά και από ολόκληρη την ομάδα του resort και τους συνεργάτες του.
Ας αρχίσουμε από την ευγενέστατη υποδοχή και τη συνοδεία στο δωμάτιό μας - aka τη διώροφη Deluxe σουίτα μας. Η αρχιτεκτονική του χώρου, με το στοιχείο του ξύλου να επικρατεί, τα έργα τέχνης (αλήθεια, πόσο συχνά βρίσκει πια κανείς αληθινούς πίνακες ζωγραφικής σε ξενοδοχείο;), τις αέρινες κουρτίνες και τη βεράντα με τις ξαπλώστρες και τη μικρή plunging pool υποσχόταν στιγμές απόλυτης χαλάρωσης, με το που ανοίξαμε την πόρτα.
Καθώς όταν φτάσαμε είχε βραδιάσει, ρωτηθήκαμε αν θα μας ενδιέφερε μια επίσκεψη στο bar για ένα κοκτέιλ. Τι ερώτηση! Ποιος θα απαντούσε αρνητικά σε μια τέτοια πρόσκληση; Βγήκαμε από το δωμάτιο, είχε πια νυχτώσει για τα καλά, και αμέσως μας χτύπησε το θαλασσινό αεράκι και τα αρώματα των ανθισμένων βοτάνων και των νυχτολούλουδων του κήπου. Απαλή bossa nova μουσική ακουγόταν από μακριά και απλώς την ακολουθήσαμε στα σκοτεινά, για να βρούμε την Amérissa, το bar-restaurant του Aleró. Το in-house εστιατόριο του resort παίρνει το όνομά του από την παλιά ιδιοκτήτρια του σπιτιού όπου στεγάζεται: ένα σκυριανό πέτρινο σπίτι της δεκαετίας του ‘50, που έχει ανακατασκευαστεί για να μετατραπεί σε εστιατόριο και μπαρ. Με το που κάθισα στις αναπαυτικές πολυθρόνες του κήπου, σχεδόν με κλειστά μάτια διάλεξα από την καρτέλα με τα κοκτέιλ -που δεν έχουν ονόματα αλλά αριθμούς- το Νο 3 (τζιν, χαμομήλι και αγγούρι αφού) τον μαγικό αριθμό τον οποίο έκτοτε επαναλάμβανα στο repeat στους σερβιτόρους όλο το ΠΣΚ.
Ακολούθησαν απίθανα νανάκια σε ένα από τα πιο ΖΕΝ δωμάτια που έχω κοιμηθεί ποτέ μου, για να ξυπνήσουμε το πρωί φρέσκιοι και ορεξάτοι για τις δραστηριότητες της ημέρας. Aka, βόλτα στη χώρα το πρωί, παραλία το μεσημέρι και το Φίλεμα στις 6 μμ.
Εγώ με την ψάθινη καπελαδούρα μου και φόρεμα με print σύκα, για να φωνάζει food blogger από μακριά, και ο Ντόμινικ με σαγιονάρες και σκέτο τισέρτ à la Ζούκερμπεργκ, κατεβήκαμε τα ξύλινα σκαλάκια που οδηγούν στην παραλία πίσω από το Aleró. Μαγεία! Πρασινογάλανα νερά, δραματικοί βράχοι που βγαίνουν από τη θάλασσα, και ψυχή πουθενά (Είμαστε αρκετά πρωινοί τύποι.) Αφού βολτάραμε ξυπόλητοι στην παραλία απ’ άκρη σ’ άκρη και φωτογραφηθήκαμε σε βουγιουκλακικές πόζες (εγώ), μαζέψαμε και μια αγκαλιά αγριολούλουδα και επιστρέψαμε στο Aleró να πάρουμε το πιστό μας σαραβαλάκι, για να πάμε στη Χώρα. Χαθήκαμε δύο-τρεις φορές στον δρόμο, αλλά αν δεν χαθείς στο νησί, δεν έχεις καταλάβει νησί, είναι part of the experience.
Η Χώρα είναι ένα σκέτο κουκλί. Με έναν παγωμένο καφέ στο χέρι, αρχίσαμε να βολτάρουμε στα στενά της και να μπαινοβγαίνουμε στα ξακουστά κεραμικά εργαστήρια της Σκύρου. Τα σκυριανά κεραμικά είναι πραγματικά πολύ ιδιαίτερα, με πολλή λεπτομέρεια και ψιλοδουλειά στη ζωγραφική τους. Ξαφνικά πέσαμε πάνω σε ένα μαγαζί με κεραμικά που ξεχώριζε από όλα τα υπόλοιπα, καθώς το στήσιμό του ήταν επιπέδου λαογραφικού μουσείου. Ο κεραμίστας λέγεται Ι.Σ.Φτούλης και ο χώρος ήταν διακοσμημένος με παλιά έπιπλα, χαλιά και κεντήματα, ενώ τα κεραμικά του ήταν πραγματικά κομψοτεχνήματα (βλ. φωτό κάτω). Πολλοί κεραμίστες εμπνέονται από μοτίβα κεντημάτων και εμάς μας κέντρισε το ενδιαφέρον μια πιατέλα που μας εξήγησαν πως απεικονίζει το “κέντημα του όρκου”: μια σκυριανή τεχνική στριφογυριστού κεντήματος με τόση ψιλοδουλειά, που κάθε κεντήστρα που το αναλαμβάνει, της βγαίνει η ψυχούλα σε τέτοιο βαθμό που ορκίζεται πως δεν θα το ξανακάνει ποτέ. Το πήραμε δώρο στη μανούλα, που είχε αναλάβει τον δύσκολο ρόλο του babysitting και κράταγε το οχυρό όσο εμείς απολαμβάναμε το τριήμερό μας.
Η πρόθεσή μας ήταν να βρούμε ένα ωραίο μέρος για πρωινό, όμως, το ένα σοκάκι μας τραβούσε μετά το άλλο σαν μια σειρά από μαγνήτες, γιατί να μια ωραία μπουκαμβίλια στο ένα δρομάκι, τσα μια ινσταγκραμική μπουγάδα στο επόμενο, ωπ βίντατζ ξύλινη πόρτα για την πορτοσυλλογή μου, και τράβα μαλλί ανεβαίνουμε, με σταθερή ανοδική πορεία, η οποία καθώς συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε, διαπιστώσαμε ότι είχε τελικό προορισμό το Κάστρο. Ε και φυσικά, πολύ σκαλί, αλλά όταν έχεις φτάσει στα μισά, δεν θα ανέβεις και τα άλλα μισά; Το Κάστρο, η ιστορία του, η τοποθεσία του και η θέα, προφανώς μας αποζημίωσαν και με το παραπάνω.
Στην κάθοδο, φυσικά το πρώτο πράγμα ήταν ΝΕΡΟ, ΠΟΛΥ ΝΕΡΟ, ΚΡΥΟ ΝΕΡΟ, ΚΙ ΑΛΛΟ ΝΕΡΟ και μετά ταβέρνα. Σοκάκι στο σοκάκι και πάλι, αυτή τη φορά άσε μαλλί, κατεβαίνουμε, βγήκαμε στην ταβέρνα Μαργέτης, όπου φάγαμε καταπληκτικό αρνάκι κατσαρόλας-βούτυρο, που έλιωνε στο στόμα, με χρυσοτηγανισμένη πατατούλα on the side και φυσικά τα εκ των ων ουκ ανευ συνοδευτικά κοκοψιψιψίνια, τουτέστιν φάβα (αφρός), κολοκυθάκι βραστό (al dente), ζυμωτό ψωμί (με παχιά κόρα) και μπιρίτσα παγωμένη.
Αφού φάγαμε τόσο που ο Ντόμινικ αναγκαστικά ξεκούμπωσε το τζιν -εγώ, είπαμε, φόραγα φόρεμα, ξέρω καλά τη δουλειά μου- πήραμε ξανά το σαραβαλάκι μας και αφού χαθήκαμε άλλες δύο-τρεις φορές στον δρόμο, φτάσαμε ξανά στο Aleró.
Αλλαγή σε μαγιώ, πάστωμα με αντηλιακά και βουτιά σε 3,2,1! Λίγο παγωμένα ήταν ακόμα τα νερά, αλλά ΤΟΣΟ όμορφο και ζεν το τοπίο, που δεν μας ένοιαζε τίποτα. Μέχρι που πρόλαβα να διαβάσω και μερικές σελίδες και από το ένα και από το άλλο βιβλίο μου (Να τα πάρετε, είναι καλά.)
Επιστροφή στο δωμάτιο για τα απαραίτητα μπωτέ πριν το event, αλλαγή σε βραδινό casual chic look, βγαίνουμε από το δωμάτιο και τι αντικρίζουμε;
Όση ώρα λείπαμε, στον κήπο του εστιατορίου έχει στηθεί από την ομάδα του Aleró ένα μαγευτικό σκηνικό. Η ώρα είναι 6:30, το απογευματινό αεράκι φυσάει γλυκά, δίπλα σε δύο τεράστιες συκιές, δύο μεγάλα μακρόστενα τραπέζια με λευκά τραπεζομάντηλα, κεραμικά βάζα γεμάτα αγριολούλουδα, πιάτα στρωμένα και καρτελάκι με το όνομά μας (πώς αγαπώ αυτή την προσοχή στη λεπτομέρεια) και η κάρτα καλωσορίσματος στο πλάι. Οι πρώτοι καλεσμένοι έχουν αρχίσει να φτάνουν, οι συστάσεις ξεκινούν, βρίσκουμε φίλους και γνωστούς, λέμε τα νέα μας, και με τα πρώτα κοκτέιλ (εγώ σταθερά επιμένω στο Νο3), λύνεται η γλώσσα και αρχίζουμε να κάνουμε νέους φίλους! Ο ήλιος πέφτει και το περιβόητο golden hour είναι εδώ, έτοιμο να μας χαρίσει μαγικές λήψεις. Τα κινητά και οι κάμερες έχουν πάρει φωτιά.
Ο Άγγελος Λάντος βγαίνει από την κουζίνα για να μας καλωσορίσει και να προλογίσει το μενού: “Εδώ, σήμερα, θα μαγειρέψουμε απλά, πολύ νόστιμα, αυτή είναι η φιλοσοφία μας για το Aleró, είμαστε δίπλα στη θάλασσα, όσο μπορούμε περισσότερο ψάρι, όσο μπορούμε καλύτερες πρώτες ύλες, κι ό,τι παράγει η Σκύρος.” Εντελώς to the point και ΑΥΤΟ ακριβώς που λαχταράει η ψυχούλα σου, όταν βρίσκεσαι σε ένα τέτοιο μέρος. Φαγητά με απλότητα, αλλά με μεστή νοστιμιά, από τα χέρια ενός σεφ που το βιογραφικό του μιλάει από μόνο του, αλλά όσοι τον ξέρουν και προσωπικά μόνο τα καλύτερα έχουν να πουν για αυτόν, τόσο ως επαγγελματία όσο και ως άνθρωπο. Άσχετο το τελευταίο, θα μου πείτε, σχετικό θα σας πω, γιατί ΑΥΤΌ ακτινοβολεί και όλη η ομάδα των ιδιοκτητών και συνεργατών του Aleró και άρα μιλάμε για ένα άψογο συνταίριασμα.
Ως προς τα πιάτα, ήταν ένα κι ένα. Από το φρέσκο χταποδάκι, τα carpaccio (τα καρπάτσια;) μοσχαριού και ψαριού, τις δροσιστικές σαλάτες με τοπικά τυριά και τη χορτόπιτα, μέχρι το κριθαρότο θαλασσινών, τα σκιουφιχτά με γραβιέρα Σκύρου και το σκυριανό αρνάκι στη γάστρα, πραγματικά δεν υπήρχε κάτι να πεις “αχ, εδώ το ήθελα λίγο πιο τέτοιο”. Τα κρασιά του οινοποιείου Oenops που επιλέχθηκαν για το pairing των πιάτων ήταν επίσης πολύ αξιόλογα, ενώ για την κρατσανιστή “μπουγάτσα” με παγωτό κανέλα που προσγειώθηκε στο τέλος στη μέση του τραπεζιού έγινε μάχη των κουταλοπήρουνων. Φυσικά δεν παραδώσαμε τα όπλα έτσι εύκολα. Η βραδιά συνεχίστηκε με πολλα ακόμα κρασιά και κοκτέιλ (το Νο3 έπαψα να το ζητάω, απλά οι άνθρωποι μου το έφερναν όταν έβλεπαν να έχει κατέβει η στάθμη), και αισίως κλείσαμε στο τραπέζι 8 ώρες. Ναι! Το έχετε κάνει ποτέ; Να βαρέσετε οκτάωρο, να χτυπήσετε κάρτα σε event όπου έχετε πάει για δουλειά, απλά επειδή περνάτε υ π έ ρ ο χ α; Οι συζητήσεις, τα γέλια, τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν και στο τέλος είχαμε γίνει όλοι, γνωστοί και άγνωστοι, μια μεγάλη παρέα.
Θα έλεγε κανείς ότι αυτό το δείπνο θα ήταν αρκετό για να σε ξελογιάσει και να θες να έρχεσαι να ξεκαλοκαιριάζεις εδώ στο Aleró κάθε χρόνο - τύπου, παιδια, με έχετε πείσει, δεν χρειάζεται να προσπαθήσετε άλλο. Αλλά, όοοοχι! Η ομάδα μας επιφύλασσε και δεύτερο Φίλεμα, την επομένη, με ένα λουκούλειο brunch στις 11 π.μ. Θα έλεγε κανείς ότι μετά από τα τόσα Oenops και Νο3 θα έπρεπε να έχω ένα μεγαλοπρεπέστατο hangover, όμως, με ένα καυτό ντους (το 10/10 ντους της σουίτας μας αξίζει μια αναφορά) και, ας το παραδεχτούμε, κανα-δυο παυσιπονάκια, στις 11 ήμουν ΚΙΟΥΡΙΑ και έτοιμη για το δεύτερο γύρο - ντιν ντιν ντιν!
Το brunch ξεκίνησε δυναμικά με προσεγμένο latte και στη συνέχεια άρχισαν να παρελαύνουν από μπροστά μας διαδοχικά ΟΛΑ τα πιάτα του breakfast/brunch menu του Aleró για φέτος. Το μενού είναι αυτό που θα λέγαμε ελληνικό comfort, ό,τι δηλαδή θα έτρωγε και κάποιος σπίτι του, το καλοκαίρι, στο χωριό του, για πρωινό ή ελαφρύ μεσημεριανό, αλλά βέβαια με πολύ πιο προσεγμένο σερβίρισμα και μερικές πιο contemporary πινελιές.
Τι φάγαμε; Καλύτερα ρωτήστε τι ΔΕΝ φάγαμε. Ξεχώρισα όμως τα αυγά μάτια που ήρθαν σε μαντεμένιο τηγανάκι με φρυγανισμένο ψωμί για βουτιές και τον τραχανά με ντομάτα και σκυριανό ανθότυρο που έσιαξε το (κάπως ταλαιπωρημένο ομολογουμένως από τα πολλά Νο3 της προγουμένης) στομάχι μου. Κάπου είδα να περνάνε στο βάθος σε ένα δίσκο και κάτι λαδόπιτες που είναι, λέει, τοπική σπεσιαλιτέ, όμως δεν τις πρόλαβα ποτέ γιατί ήμουν πάρα πολύ απασχολημένη με το να βγάζω σέλφις το κοκτέιλ μου (ναι, ξαναήπια, ΤΙ;) από το Oenops, που είχε λευκό κρασί, ρούμι και αχλάδι και ήταν στολισμένο με ανθάκια ρίγανης. Στο τραπέζι του brunch κλείσαμε αισίως άλλο ένα πεντάωρο (ημιαπασχόληση αυτή τη φορά), για να έρθει η ώρα να πούμε το πικρό και σκληρό αντίο του αποχωρισμού.
Με βαριά καρδιά μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας (τα νησιωτικά μου outfits), τα τσουμπλέκια μας (μαγιώ/παρεό/σαγιονάρες/καπέλα), τα κλαπατσίμπαλά μας (τα 45 μαγνητάκια που αγοράσαμε για σουβενίρ), είπαμε αντίο και πολλά ευχαριστώ στην υπέροχη παρέα του Aleró και μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο για να πάρουμε τον δρόμο για το λιμάνι, το φέρι, και την επιστροφή στην Αθήνα.
Μερικές εβδομάδες μετά, κάνουν την εμφάνισή τους στο e-mail μου και οι αέρινες φωτογραφίες του event από το Áylo Studio, για να μου θυμίσουν όλες τις υπέροχες στιγμές που περάσαμε στο Aleró, στην Amérissa και τη Σκύρο. Όχι ότι χρειαζόμουν υπενθύμιση, δηλαδή, γιατί όλο αυτό το διάστημα, πιστέψτε με, δεν κάνω άλλο από το να σκρολάρω ξανά και ξανά το υλικό που τραβήξαμε εμείς, κοιτάζω τα στόρις μου από τη Σκύρο (θα τα βρείτε στα highlight Σκύρος, στο Instagram μας) και βγάζω κάτι μακριούς αναστεναγμούς. Ααααααχ. Να ‘ταν κι άλλο!
Y.Γ. Δείτε σχετικά θέματα: